χιονοβολή

χιονοβολή
η, Ν
βολή με χιονόμπαλα, χιονοπόλεμος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < χιονοβολώ. Η λ. μαρτυρείται από το 1888 στην εφημερίδα Σύλλογος].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • χιονοβολία — η, Ν χιονοβολή. [ΕΤΥΜΟΛ. < χιονοβόλος. Η λ. μαρτυρείται από το 1812 στον Κ. Κούμα] …   Dictionary of Greek

  • χιονοβόλημα — το, Ν χιονοβολή. [ΕΤΥΜΟΛ. < χιονοβολώ. Η λ. μαρτυρείται από το 1887 στην ερημερίδα Ακρόπολις] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”